Παρουσίαση Συνέλευσης

Την τελευταία πενταετία με το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, τα λαϊκά στρώματα δέχτηκαν και συνεχίζουν να δέχονται μια πρωτοφανή και εξοντωτική επίθεση με μοναδικό σκοπό τη διάσωση του υπερεθνικού κεφαλαίου και τη εξασφάλιση της συνέχισης της ομαλής λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Μια επίθεση που ανέλαβαν να υλοποιήσουν η τρόικα και οι ντόπιοι υπηρέτες τους και βρήκε εφαρμογή μέσα από την υπογραφή των μνημονίων, που επέβαλαν μια σειρά σκληρών και απάνθρωπων μέτρων. Μέτρα τα οποία έχουν οδηγήσει μέχρι σήμερα χιλιάδες στην αυτοκτονία και έχουν βυθίσει εκατομμύρια στη φτώχεια και την ανεργία.
Η επίθεση του κεφαλαίου συνοδεύεται με την αύξηση της κρατικής καταστολής τόσο για την εξασφάλιση της επιβολής των μνημονίων όσο και για την καταπολέμηση κάθε μορφής αντίστασης και αγώνα που θέτει ως στόχο την ανατροπή αυτής της πολιτικής. Η κρατική καταστολή ανάγεται (από τη μεριά του κράτους) ως μείζον ζήτημα της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, ιδιαίτερα μια περίοδο όπως αυτή που διανύουμε τα τελευταία χρόνια, που τίθεται περισσότερο από ποτέ το ζήτημα της ανατροπής και της επανάστασης.
Η αύξηση της έντασης της καταστολής έχει στοχεύσει τόσο στην αποκλιμάκωση και καταστολή των πιο μαζικών μορφών αντίστασης και αγώνα όπως για παράδειγμα η διάλυση των συγκρουσιακών απεργιακών κινητοποιήσεων τα προηγούμενα χρόνια, αλλά πολύ περισσότερο στον πόλεμο εναντίων των πολιτικών του αντιπάλων, εκείνων δηλαδή που αμφισβητούν έμπρακτα το μονοπώλιο της βίας του κράτους και κατά συνέπεια την ίδια την κυριαρχία του, και δεν είναι άλλοι από τους ένοπλους αντάρτες, τους προωθημένους μαχητές του κινήματος.
Το κράτος φρόντισε τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια να εξοπλίσει το νομικό του οπλοστάσιο. Πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό του είναι η μη αναγνώριση τους όπως προαναφέραμε ως πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά ως εγκληματικά στοιχεία. Παρόλα αυτά μέσα από μια κυλιόμενη διαδικασία θεσμοθέτησης ειδικών αντιτρομοκρατικών νόμων από το 2000 μέχρι και σήμερα (που έφεραν και το ιδιώνυμο της κουκούλας), οι πολιτικοί κρατούμενοι στην ελλάδα δικάζονται σε ειδικά δικαστήρια, βρίσκονται κάτω από ειδικές συνθήκες κράτησης και τους επισύρονται ειδικές ποινές (αυξάνοντας τα χρόνια κράτησης), φτάνοντας στο αποκορύφωμα- σήμερα- με τη θέσπιση και τη λειτουργία των φυλακών τύπου Γ΄ που αποσκοπούν ξεκάθαρα σε αυτούς που επέλεξαν την ένοπλη επαναστατική δράση ως μορφή αντίστασης.

Δεν απορρίπτουμε καμία μορφή ή μέσο αγώνα. Αποδεχόμαστε όλες τις επιλογές του αγώνα για τις οποίες βρίσκονται σήμερα στις ελληνικές φυλακές δεκάδες συντρόφισσες και σύντροφοι ως κομμάτι του κοινού αγώνα για την ανατροπή και την επανάσταση. Αντιλαμβανόμαστε τους ίδιους ως κομμάτι της ιστορίας του αναρχικού επαναστατικού κινήματος και με βάση αυτό η αλληλεγγύη χτίζει τη γέφυρα για τη σύνδεση μας και τη συνέχιση του κοινού αγώνα. Με δεδομένο επίσης ότι η πλειοψηφία των πολιτικών κρατουμένων έχει μιλήσει δημόσια και έχει τοποθετηθεί πάνω στο ζήτημα της ανατροπής και της επανάστασης, είτε με την ανάληψη ευθύνης είτε ευρύτερα, ο καθένας κάτω από το δικό του ιδεολογικό πρίσμα και τις δικές του αντιλήψεις, η αλληλεγγύη από μεριάς μας οφείλει να είναι προωθητική προς μια τέτοια κατεύθυνση τόσο με την προώθηση του λόγου των φυλακισμένων συντρόφων/ισσών, όσο και μέσα από τη δράση μας η οποία θα θέτει σε συνεχή αμφισβήτηση την κρατική κυριαρχία. Να περάσουμε δηλαδή από τη στρατηγική της άμυνας στη στρατηγική της επίθεσης. Προφανώς θα συνεχίσουμε να κινούμαστε στο πλαίσιο της υπεράσπισης των συντρόφων/ισσών σε επίπεδο κρατικής καταστολής, αλλά αν θέλουμε να θέσουμε το ζήτημα της αλληλεγγύης σε μια επαναστατική τροχιά οφείλουμε να υπερβούμε αυτά τα στενά όρια.
Οφείλουμε όπως υποστηρίζεται στο κείμενο της συνέλευσης της Αθήνας να συμφωνήσουμε πάνω στο πρόταγμα της κοινωνικής ανατροπής χωρίς αυτό να σημαίνει κοινές αντιλήψεις πάνω στα επιμέρους ζητήματα της. Εδώ λοιπόν παραθέτουμε αυτούσια τα πολιτικά κριτήρια που έχει θέσει η συνέλευση της Αθήνας όχι μονάχα προκειμένου να μην επαναληφθούμε αλλά και ως μια απόλυτη συμφωνία πάνω στο ζήτημα:

Με αυτήν την έννοια είμαστε αλληλέγγυοι στους πολιτικούς κρατούμενους ανεξάρτητα από το φάσμα του αγωνιστικού-ανατρεπτικού κινήματος από όπου προέρχονται. Η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους δεν μπορεί να είναι ούτε επιλεκτική, ούτε μερική, αλλά αφορά το σύνολο των πολιτικών κρατούμενων. Κριτήριο για την ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου αποτελεί και η αγωνιστική τοποθέτηση και στάση του στο δικαστήριο και στη φυλακή και η συνέπεια μεταξύ της διαδρομής και της δράσης του πριν τη σύλληψη και της στάσης του μετά από αυτήν. Αποδεχόμαστε ότι όλες οι παράνομες από το καθεστώς μορφές δράσης είναι μέρος του επαναστατικού κινήματος έτσι όπως έχει αποδείξει η ιστορική εμπειρία και η παράδοση του επαναστατικού κινήματος. Απορρίπτουμε λοιπόν οποιονδήποτε διαχωρισμό μεταξύ μορφών πάλης, απορρίπτουμε τα δίπολα που έχουν κατά καιρούς τεθεί όπως «νομιμότητα ή παρανομία», «μαζικός ή ένοπλος αγώνας», γιατί τέτοιοι διαχωρισμοί και διλήμματα δεν προάγουν αλλά σαμποτάρουν τον αγώνα για την ανατροπή και την επανάσταση και υπονομεύουν την ενότητα των συντρόφων και συντροφισσών μέσα και έξω από τις φυλακές, ενώ αντιθέτως ευνοούν την τακτική του διαίρει και βασίλευε του καθεστώτος αφήνοντας έκθετους συντρόφους και συντρόφισσες στην καταστολή>>.
Κατά συνέπεια συμφωνούμε με βάση αυτά τα πολιτικά κριτήρια, στο ποιοι συμπεριλαμβάνονται ως πολιτικοί κρατούμενοι και ποιοι εξαιρούνται.
Η αλληλεγγύη στηρίζεται σε μια αμφίδρομη σχέση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η άσκηση συντροφικής κριτικής όποτε αυτή θεωρείται απαραίτητη από οποιαδήποτε πλευρά (είτε από το κίνημα αλληλεγγύης προς τους φυλακισμένους συντρόφους/ισσες, είτε αντίστροφα), είναι υποχρεωμένη να γίνεται πάνω σε μία εποικοδομητική βάση με θετικό πρόσημο τόσο από τους πομπούς όσο και από τους αποδέκτες. Συμφωνούμε στο ότι η συνέλευση δεν είναι υποχρεωμένη να πάρει θέση για τυχόν διαφωνίες ή διαμάχες μεταξύ κρατουμένων διατηρώντας έτσι την πολιτική της αυτονομία αλλά τεκμηριώνοντας συγχρόνως και την άποψη για μη ταύτιση της συνέλευσης με οποιοδήποτε πολιτικό κρατούμενο ή ομάδα κρατουμένων.
Εν κατακλείδι οφείλουμε να επαναλάβουμε την αναγκαιότητα να συμπλεύσουμε πάνω στο ζήτημα της αλληλεγγύης, να το συνδέσουμε και να συνδεθούμε και ‘μείς οι ίδιοι άμεσα, (μέσα και έξω από τα κελιά) μέσα από το πλαίσιο του κοινού αγώνα, του αγώνα για την συνολική ανατροπή και την κοινωνική επανάσταση. Να προωθήσουμε την ενότητα μεταξύ μας και μεταξύ των φυλακισμένων συντρόφων/ισσών. Στα πλαίσια αυτά θεωρούμε τη συνυπογραφή του κειμένου όχι μια γραφειοκρατική διαδικασία αλλά μια προωθητική πράξη, μια πολιτική συμφωνία για την εξέλιξη της επαναστατικής αλληλεγγύης, που δεν είναι απλώς μέρος του αγώνα μας αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αγώνα για την ανατροπή και την κοινωνική επανάσταση.

Υ.Γ. Για όλους τους παραπάνω λόγους,κι εν είδει συνυπογραφής, μετά το κείμενο μας παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο της Συνέλευσης Αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους, τους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές(Αθήνα).

Για τη σύνδεση του αγώνα των φυλακών με το συνολικότερο ανατρεπτικό αγώνα.

Συνέλευση Αλληλεγγύης στους Φυλακισμένους Αγωνιστές

Ηράκλειο Κρήτης

5/2/15


 

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ

Τα τελευταία χρόνια, μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η οποία από το 2009 και μετά επηρέασε και την Ελλάδα, το καθεστώς υιοθέτησε υπό την αιγίδα των διεθνών χρηματοοικονομικών οργανισμών, του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της ΕΕ, μια πολιτική διάσωσης του καπιταλιστικού συστήματος, η οποία συνοδεύτηκε παράλληλα με την ένταση της καταστολής και την περαιτέρω σκλήρυνση του κράτους απέναντι σε όσους αγωνίζονται για την ανατροπή του καπιταλισμού και του κράτους, απέναντι σε όσους επιλέγουν την ένοπλη επαναστατική δράση αμφισβητώντας το μονοπώλιο της κρατικής βίας και ισχύος, απέναντι σε όσους χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο πάλης αντιστέκονται σε αυτή την πολιτική διάσωσης του συστήματος.
Αν και η όξυνση της καταστολής στην Ελλάδα εγκαινιάστηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 με την ψήφιση των 2 αντιτρομοκρατικών νόμων, του 2001 και του 2004, η καταστολή πήρε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις στα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης -ιδιαίτερα μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου το 2010-, την περίοδο δηλαδή που το καθεστώς απώλεσε την κοινωνική συναίνεση που απολάμβανε προ κρίσης λόγω της πρωτοφανούς επίθεσης που εγκαινίασε το κεφάλαιο και το κράτος εναντίον της κοινωνικής πλειοψηφίας και του λαού.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η σημερινή ένταση της κρατικής καταστολής όλα αυτά τα χρόνια είναι ανάλογη με την ένταση της επίθεσης του κεφαλαίου και της οικονομικής ελίτ, η οποία με αφορμή την κρίση έχει κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους. Η φτώχεια, η εξαθλίωση, η ανεργία εκατομμυρίων ανθρώπων, η συρρίκνωση μισθών και συντάξεων, οι κατασχέσεις από τις τράπεζες, η μεγαλύτερη ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου που συντελείται από τη βάση προς την κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας συναρτάται με την έξαρση της καταστολής. Με το χτύπημα των μαχητικών διαδηλώσεων χιλιάδων λαού που επιχείρησαν επανειλημμένα να εισβάλουν στο αστικό κοινοβούλιο, με την ποινικοποίηση απεργιών και την επιστράτευση των απεργών, με το σπάσιμο καταλήψεων εργαζομένων, με τη νομοθέτηση των φυλακών τύπου Γ και τη σκλήρυνση του νομικού-ποινικού οπλοστασίου που αφορούν κυρίως την ένοπλη επαναστατική δράση.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε μια εποχή που το σύστημα είναι απονομιμοποιημένο στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας και του λαού, τότε η καταστολή έχει κεντρική πολιτική σημασία και εφαρμογή για την αναπαραγωγή του συστήματος με απώτερο σκοπό να εξαφανιστεί η απειλή της ανατροπής και της κοινωνικής επανάστασης. Με βάση αυτή την αιχμή η καταστολή θα χτυπάει οποιαδήποτε δράση συνιστά απειλή και ιδιαίτερα την ένοπλη επαναστατική δράση, η οποία ανάγεται από το ίδιο το καθεστώς ως πρώτου βαθμού απειλή. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στις ελληνικές φυλακές αυτή την περίοδο υπάρχουν δεκάδες πολιτικοί κρατούμενοι και φυλακισμένοι αγωνιστές.
Γι’ αυτό λοιπόν και η αλληλεγγύη στους φυλακισμένους αγωνιστές και γενικότερα στους διωκόμενους συντρόφους/ισσες δεν είναι απλώς μέρος του αγώνα μας αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αγώνα για την ανατροπή και την κοινωνική επανάσταση, και οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι που είναι κρατούμενοι, αιχμάλωτοι του κράτους, είναι μέρος του δικού μας αγώνα και είναι κομμάτι από εμάς.
Αποδεχόμαστε ότι οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι που βρίσκονται στη φυλακή για τις μορφές αγώνα και δράσης που επέλεξαν και για τις οποίες βρίσκονται σε καθεστώς αιχμαλωσίας, είτε είναι ο ένοπλος αγώνας και το αντάρτικο είτε οι διαδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένων των συγκρούσεων με την αστυνομία ή τις επιθέσεις εναντίον στόχων συγκεκριμένων του συστήματος, π.χ. τράπεζες, είτε οι καταλήψεις, είτε οι καταδρομικές εμπρηστικές επιθέσεις σε στόχους-σύμβολα, είτε δράσεις πολιτικής ανυπακοής και προπαγάνδας, όλοι οι κρατούμενοι και οι επιλογές του αγώνα τους είναι αδιαχώριστα μέρος του κοινού μας αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και του κράτους και της επανάστασης, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του επαναστατικού κινήματος.
Με αυτήν την έννοια είμαστε αλληλέγγυοι στους πολιτικούς κρατούμενους ανεξάρτητα από το φάσμα του αγωνιστικού-ανατρεπτικού κινήματος από όπου προέρχονται. Η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους δεν μπορεί να είναι ούτε επιλεκτική, ούτε μερική, αλλά αφορά το σύνολο των πολιτικών κρατούμενων. Κριτήριο για την ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου αποτελεί και η αγωνιστική τοποθέτηση και στάση του στο δικαστήριο και στη φυλακή και η συνέπεια μεταξύ της διαδρομής και της δράσης του πριν τη σύλληψη και της στάσης του μετά από αυτήν.
Αποδεχόμαστε ότι όλες οι παράνομες από το καθεστώς μορφές δράσης είναι μέρος του επαναστατικού κινήματος έτσι όπως έχει αποδείξει η ιστορική εμπειρία και η παράδοση του επαναστατικού κινήματος. Απορρίπτουμε λοιπόν οποιονδήποτε διαχωρισμό μεταξύ μορφών πάλης, απορρίπτουμε τα δίπολα που έχουν κατά καιρούς τεθεί όπως «νομιμότητα ή παρανομία», «μαζικός ή ένοπλος αγώνας», γιατί τέτοιοι διαχωρισμοί και διλήμματα δεν προάγουν αλλά σαμποτάρουν τον αγώνα για την ανατροπή και την επανάσταση και υπονομεύουν την ενότητα των συντρόφων και συντροφισσών μέσα και έξω από τις φυλακές, ενώ αντιθέτως ευνοούν την τακτική του διαίρει και βασίλευε του καθεστώτος αφήνοντας έκθετους συντρόφους και συντρόφισσες στην καταστολή.
Με βάση αυτά τα πολιτικά κριτήρια και αρχές η Συνέλευση Αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους, τους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές συμπεριλαμβάνει τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών κρατουμένων και φυλακισμένων αγωνιστών που βρίσκονται στις ελληνικές φυλακές, είτε έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή τους σε ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις, είτε αρνούνται τις κατηγορίες, είτε είναι σύντροφοι που έχουν καταδικαστεί για απαλλοτριώσεις τραπεζών, αλλά και αυτών που έχουν δικαστικές εκκρεμότητες και είναι ελεύθεροι. Επίσης συμπεριλαμβάνουμε με τα ίδια πολιτικά κριτήρια και αρχές και τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που βρίσκονται στην παρανομία, καταδικασμένοι ή κατηγορούμενοι για παράνομες μορφές δράσης, όπως για παράδειγμα τον ένοπλο αγώνα. Ως διεθνιστές, θεωρώντας ότι η αλληλεγγύη δεν έχει εθνικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβάνουμε και τους Τούρκους κομμουνιστές πολιτικούς κρατούμενους που βρίσκονται στις ελληνικές φυλακές, άσχετα σε ποια οργάνωση ανήκουν.
Με βάση τα ίδια πολιτικά κριτήρια και αρχές εξαιρούμε αυτούς οι οποίοι ακολουθώντας εξατομικευμένες επιλογές, έγιναν καταδότες και αποκηρύσσαντες συγκεκριμένων μορφών αγώνα. Η Συνέλευση Αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους, τους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές θεωρεί ότι όσοι επέλεξαν τέτοιου είδους εξατομικευμένες διαδρομές απαρνήθηκαν τον ίδιο τον αγώνα, απαρνήθηκαν τους συντρόφους τους και έπαψαν να είναι αγωνιστικά ή πολιτικά υποκείμενα.
Η Συνέλευση Αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους, τους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές δεν θεωρεί τους κρατούμενους θύματα. Τους θεωρεί συντρόφους που εξακολουθούν να αγωνίζονται από άλλο μετερίζι, μέσα από τις φυλακές, για την ανατροπή και την επανάσταση.
Είναι αναπόφευκτο η αλληλεγγύη να καθορίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό από την πολιτική στάση και τον λόγο των ίδιων των φυλακισμένων. Είναι αναπόφευκτο ότι η Συνέλευση Αλληλεγγύης δεν μπορεί παρά να προωθεί τον λόγο όλων των φυλακισμένων συντρόφων και συντροφισσών. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η Συνέλευση Αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους και τους φυλακισμένους αγωνιστές ταυτίζεται με τις απόψεις και τον λόγο των φυλακισμένων συντρόφων, αλλά ότι διατηρεί την αυτονομία της και την ανεξαρτησία της όσον αφορά τις πολιτικές θέσεις για τον αγώνα, το κίνημα και την επανάσταση, όπως αναμφίβολα διατηρεί το δικαίωμα της κριτικής στάσης απέναντι στους κρατούμενους όποτε αυτή κρίνει ότι είναι αναγκαίο να πάρει θέση, και βεβαίως μέσα στα πλαίσια της αμφίδρομης σχέσης που θέλουμε να οικοδομήσουμε θα δέχεται και τη συντροφική κριτική από την πλευρά των πολιτικών κρατούμενων και φυλακισμένων αγωνιστών. Η συνέλευση δεν είναι υποχρεωμένη να πάρει θέση για τυχόν διαφωνίες ή διαμάχες μεταξύ κρατουμένων. Η αλληλεγγύη δεν είναι ταύτιση. Η αλληλεγγύη, όπως και κάθε κοινωνική ή πολιτική πρακτική, έχει ιδεολογικό πρόσημο. Η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους έχει το προτέρημα ότι τόσο οι φορείς όσο και οι αποδέκτες της συμφωνούν εξαρχής στο πρόταγμα της κοινωνικής ανατροπής, χωρίς φυσικά όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι όπως και όλοι οι αλληλέγγυοι να έχουν κοινές αντιλήψεις για το σύνολο των ζητημάτων του κοινωνικού ανταγωνισμού και της επαναστατικής ανατροπής.
Η Συνέλευση Αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους και τους φυλακισμένους αγωνιστές είναι μια ανοικτή κινηματική διαδικασία η οποία βασίζεται σε μια σαφή και ξεκάθαρη πολιτική συμφωνία των συμμετεχόντων σε αυτήν όσον αφορά το θέμα της αλληλεγγύης. Εφόσον αποδεχόμαστε ότι η αλληλεγγύη στους φυλακισμένους συντρόφους είναι μέρος ενός επαναστατικού κινήματος και έχει άρρηκτη σχέση με τον αγώνα για την ανατροπή και την επανάσταση, τότε οι δράσεις μας προωθούν όχι μόνο την υπεράσπιση των κρατουμένων απέναντι στην κρατική καταστολή αλλά είναι προωθητικές και για τον ίδιο τον αγώνα για ανατροπή και επανάσταση. Με βάση αυτό η συνέλευση δεν ασχολείται με τη νομική υπεράσπιση των κρατουμένων ούτε και με το περιεχόμενο των δικογραφιών των κρατουμένων, απορρίπτοντας στην πράξη ψευτοδιλήμματα περί «αθώων» και «ενόχων». Σε σύγκριση με άλλες εποχές, η συνέλευση φιλοδοξεί να υπερβεί το στενό και αποσπασματικό πλαίσιο της κρατικής καταστολής και να βάλει το ζήτημα της ενότητας ενός κινήματος και ενός αγώνα για την επανάσταση, με τις δράσεις αλληλεγγύης στους φυλακισμένους συντρόφους μας ιδιαίτερα μέσα στις σημερινές συνθήκες συστημικής κρίσης, όπου με αφορμή αυτήν το κεφάλαιο και το κράτος έχουν επιβάλει έναν νέου τύπου ολοκληρωτισμό.
Αυτό που οριοθετεί την επαναστατική αλληλεγγύη από άλλες μορφές αλληλεγγύης είναι ότι συγκρούεται με τον πυρήνα της καθεστωτικής κυριαρχίας και της αστικής νομιμότητας, ότι συνδέει το εκάστοτε «ειδικό» ζήτημα με τα «γενικά» επίδικα του απελευθερωτικού εγχειρήματος. Ασφαλώς η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους συμπυκνώνει αντικαθεστωτική κριτική και δράση, καθώς, εκτός των προηγούμενων, αμφισβητεί ευθέως το κρατικό μονοπώλιο στη βία, το οποίο μαζί με την ατομική ιδιοκτησία αποτελούν τους βασικούς πυλώνες του συστήματος.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι επιτακτική ανάγκη να δούμε την αλληλεγγύη όχι από τη σκοπιά της δικής μας άμυνας απέναντι στην επίθεση του κράτους αλλά σαν τη δική μας αντεπίθεση που στόχο θα έχει την όξυνση του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση. Ένα κίνημα οφείλει να έχει τη συνείδηση πως η υπεράσπιση των αιχμαλώτων του, των πολιτικών κρατούμενων, είναι πρωταρχικό αξίωμα ζωτικής σημασίας για την ίδια του την ύπαρξη και την εξέλιξή του.

Συνέλευση Αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους,
τους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές (Αθήνα)

Συν.Αλ.Φ.Α